δικαστάς

δικαστάς
δικαστά̱ς , δικαστής
a judge
masc acc pl
δικαστά̱ς , δικαστής
a judge
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Apology (Xenophon) — Xenophon s Apology (in full Apology of Socrates to the jury ( Ἀπολογία Σωκράτους πρὸς τοὺς Δικαστάς ) describes Socrates state of mind at his trial and execution, and especially his view that it was better to die before senility set in than to… …   Wikipedia

  • Ксенофонт ≈ историк и философ — (Ξενόφων, ок. 434 359 г.) греческий историк и философ, сын Грилла, из богатой всаднической семьи в Афинах; с молодых лет сделался последователем Сократа; в 401 г. поступил на службу к Киру младшему. После смерти Кира и вероломного избиения… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ксенофонт — историк и философ — (Ξενόφων, ок. 434 359 г.) греческий историк и философ, сын Грилла, из богатой всаднической семьи в Афинах; с молодых лет сделался последователем Сократа; в 401 г. поступил на службу к Киру младшему. После смерти Кира и вероломного избиения… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Apologie (Xenophon) — Die Apologie des Sokrates vor dem Gericht (gr: Απολογία Σωκράτους προς τους Δίκαστας, Apologia Sokratūs pros tūs Dikastas) wurde von dem antiken Historiker Xenophon verfasst. Xenophon, als Jüngling Schüler des Philosophen in Athen, weilte während …   Deutsch Wikipedia

  • Ксенофонт — У этого термина существуют и другие значения, см. Ксенофонт (значения). Ксенофонт (греч …   Википедия

  • Apologie de Socrate (Xénophon) — Pour les articles homonymes, voir Apologie de Socrate (homonymie). L’Apologie de Socrate (titre complet : Apologie de Socrate au jury Ἀπολογία Σωκράτους πρὸς τοὺς Δικαστάς) est une œuvre de Xénophon qui décrit l état d esprit de son maître… …   Wikipédia en Français

  • καθυπισχνούμαι — καθυπισχνοῡμαι, έομαι (AM) (επιτατ. τού υπισχνούμαι) 1. υπόσχομαι («τοὺς δικαστὰς τοῑς ἀνοήτοις καθυπισχνούμενος», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «καθυπισχνεῑτο ὡμολογεῑτο». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ισχνοῡμαι «υπόσχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α …   Dictionary of Greek

  • παραγι(γ)νώσκω — Α 1. αποφασίζω ενάντια στο ορθό και το δίκαιο, πλανώμαι ως προς την κρίση και την απόφαση μου 2. παρανομώ («οὐδὲν θαυμαστὸν ὑπὲρ τούτων περὶ αὐτοῡ παραγνώναι τοὺς δικαστάς») …   Dictionary of Greek

  • παρακαθίζω — ΝΜΑ παρακάθημαι μσν. στήνω ενέδρα, παραμονεύω αρχ. 1. βάζω κάποιον ή κάτι να καθίσει ή να παραμείνει κοντά σε κάποιον ή σε κάτι, θέτω παραπλεύρως 2. τοποθετώ, εγκαθιστώ κάπου κάποιον ή κάτι («στρατιὰν παρακαθίζω περὶ τὴν πόλιν», Παλαίφ.) 3. (μέσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”